Χθες νωρίς το πρωί πέρασα από το μουσείο. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ο νεοεγκατασταθείς ανιχνευτής μετάλλων (είχα ακούσει για αυτόν) και μια αστυνομικός με πλατύ χαμόγελο (για αυτήν πάλι δεν είχα ακούσει).
- "Καλημέρα σας".
- "Καλημέρα" απαντώ, ξαφνιασμένα, όχι τόσο λόγω του ανιχνευτή όσο λόγω της παρουσίας της. Τι δουλειά είχε μια αστυνομικός στο μουσείο; Είχε γίνει κάτι που δεν το ήξερα;
- "Μπορείτε παρακαλώ να περάσετε την τσάντα σας από το μηχάνημα;" Δαγκώθηκα. Μάτωσε το κάτω χείλος από το δάγκωμα, τόσο πολύ.
- "Ματώσατε", μου κάνει παιχνιδιάρικα.
- "Ε, ναι, το πρωί σκάνε τα χείλη μου" της απαντώ αμήχανα ρουφώντας το αίμα του "σκασμένου" μου χείλους.
- "Σκάνε ε; Να βάζετε αλοιφή" μου κάνει και ο τόνος της φωνής της δείχνει ότι η δικαιολογία μου ήταν πολύ πρόχειρη. Καστανόξανθη, γύρω στα 1,75, με μεγάλα μελιά μάτια και γλυκό πρόσωπο. Η στολή την έκανε ακόμα πιο όμορφη.
- "Την τσάντα;", με επαναφέρει από τις σκέψεις μου και θυμάμαι το λόγο που δαγκώθηκα. Δεν περίμενα ότι θα είχαν ήδη εγκαταστήσει τον ανιχνευτή. Όχι ότι κουβαλούσα τίποτα επικίνδυνο για τους άλλους, αλλά είχα αντικείμενα επικίνδυνα προσωπικά. Τι θα σκεφτόταν όταν θα τα έβλεπε στο μόνιτορ; Ότι βγάζω τα μάτια μου στο μουσείο, δεμένος με χειροπέδες πίσω από τους μελανόμορφους αμφορείς; Έπρεπε όμως να μπω, δεν μπορούσα να φύγω άπραγος. Έπρεπε να μπω στο μουσείο πάση θυσία. Τοποθέτησα την τσάντα στην κινούμενη ταινία του ανιχνευή, που την μάζεψε αργά μέσα του. Η αστυνομικός πίσω από το μόνιτορ παρακολουθούσε. Μερικά δευτερόλεπτα μετά, η ταινία σταματά, η τσάντα είναι ακόμα μέσα στο μηχάνημα. Τα μάτια της καρφωμένα στο μόνιτορ, τα δικά μου καρφωμένα πάνω της. Μερικές στιγμές μετά, η ταινία ξαναρχίζει και η αστυνομικός κοιτώντας με μου λέει:
- "Μπορείτε να περάσετε". Καθώς περνώ, πιο ξαφνιασμένος από ό,τι μπήκα, νιώθω το βλέμμα της να μ'ακολουθεί. Δεν περίμενα ότι θα την έβγαζα τόσο καθαρή. Ή μήπως δεν την είχα βγάλει...;
to be continued...