Ο Κατηχητικός Λόγος του Αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου είναι αυτό που περιμένω να ακούσω κάθε Μ. Σάββατο. Φέτος τον άκουσα όπως παλιά, στην εκκλησία της ενορίας μου, από το Μητροπολίτη. Ο Λόγος απαγγέλεται στο τέλος της Θ. Λειτουργίας μετά την Ανάσταση, όταν το πλήθος του κόσμου έχει αποτραβηχτεί και οι λαμπάδες των εναπομεινάντων στην εκκλησία έχουν σωθεί και στάξει κερί.
Αυτή είναι για μένα η στιγμή της Ανάστασης. Ούτε το Χριστός Ανέστη, ούτε τα αυγά, ούτε οι ασπασμοί αποτυπώνουν την Ανάσταση όπως το κάνει ο παρακάτω Λόγος. Ο κόπος, η προσμονή, η ελπίδα, η χαρά, η μεγαλοθυμία, η ανάταση, όλα εκφράζονται στον Κατηχητικό Λόγο. Και όταν οι παρακολουθούντες ομολογούν καταφατικά με μια φωνή "Ανέστη" στο κειμενικό "Ανέστη Χριστός" υψώνοντας τη λευκή λαμπάδα σε κίνηση χαιρετισμού, τότε η Ανάσταση βεβαιώνεται και ο ναός σείεται από το τελικό ψάλσιμο του τροπαρίου 'Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος', που ζώντες και κεκοιμημένοι ψέλνουν πανηγυρικά.
Και του χρόνου, να είμαστε καλά.
***
Κατηχητικός Λόγος Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως.
Εί τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.
Εί τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νύν το δηνάριον.
Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.
Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.
Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω˙ και γάρ ουδέν ζημειούται.
Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.
Εί τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον˙ αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης˙ και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται˙ και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται˙ και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί. Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών˙ και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε˙ εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως˙ πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ εφάνη γάρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ηλευθέρωσε γάρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαϊας εβόησεν˙ ο άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
Επικράνθη˙ και γάρ κατηργήθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη˙ και γάρ ενεκρώθη.
Επικράνθη˙ και γάρ καθηρέθη.
Επικράνθη˙ και γάρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.
Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.
Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον;
Πού σου, άδη, το νίκος;
Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γάρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.